delinquent account - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

delinquent account - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Delinquency; Delinquants; Delinquents; Delinquent account; Delinquent (disambiguation)

delinquent account         
εκπρόθεσμος λογαριασμός
control account         
ACCOUNT IN THE GENERAL LEDGER FOR WHICH A CORRESPONDING SUBSIDIARY LEDGER HAS BEEN CREATED, ALLOWING FOR TRACKING TRANSACTIONS WITHIN THE CONTROLLING ACCOUNT IN MORE DETAIL
Control Account; Control account
γενικός λογαριασμός
classification of accounts         
CENTRAL DATA STRUCTURE IN THE PRACTICE OF ACCOUNTING
Classification of accounts; Classification of Accounts; Account (accountancy)
ταξινόμηση λογαριασμών

Ορισμός

delinquency
n.
1) juvenile delinquency
2) delinquency in

Βικιπαίδεια

Delinquent

Delinquent or delinquents may refer to:

  • A person who commits a felony
  • A juvenile delinquent, often shortened as delinquent is a young person (under 18) who fails to do that which is required by law; see juvenile delinquency
  • A person who fails to pay a debt or other financial obligation
  • A person found guilty of serious misconduct, gross abuse of position, gross negligence, wilful misconduct or a breach of trust, can be declared a delinquent director (South Africa, by example) by the court